- διοικοῖ
- διοικέωkeep housepres opt act 3rd sg (attic epic doric)διοικέωkeep housepres opt act 3rd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίοικοι γονοχωριστικοί — Οργανισμοί στους οποίους τα δύο είδη γαμετών παράγονται από διαφορετικά άτομα, σε αντίθεση με τους μόνοικους (ή ερμαφρόδιτους) όπου οι αρσενικοί και οι θηλυκοί γαμέτες παράγονται από το ίδιο άτομο. Οι δ. οργανισμοί διακρίνονται σε αρσενικά και… … Dictionary of Greek
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek